χωρητικότητα

χωρητικότητα
Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η μονάδα της χ. είναι το λίτρο, ίσο προς ένα κυβικό δεκατόμετρο (1000 κ. εκ.). Φυσική. Η ηλεκτρική χ. είναι ο λόγος του ηλεκτρικού φορτίου Q(t), προς το ηλεκτρικό δυναμικό V(t) που κατέχει ένας οποιοσδήποτε αγωγός σε μια χρονική στιγμή που έχει δοθεί. Η ηλεκτρική χ. κατά συνέπεια είναι ένα μέγεθος που χαρακτηρίζει κάθε αγωγό είτε αυτός διαρρέεται από ρεύμα είτε είναι φορτισμένος με ηλεκτροστατική επαγωγή. Εάν ένας αγωγός είναι φορτισμένος ή όχι και δεν γειτονεύει με άλλους αγωγούς, η χ. του εξαρτάται μόνο από τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά και ακριβέστερα από το σχήμα του και τις διαστάσεις του. Στην απλή περίπτωση μιας μεταλλικής σφαίρας, η χ. είναι ανάλογη με την ακτίνα της σφαίρας. Εάν ο αγωγός δεν βρίσκεται κάτω από αυτές τις συνθήκες, η χ. εξαρτάται από πολλαπλές εξωτερικές επιδράσεις. Η χ. ενός συστήματος δύο ή περισσότερων αγωγών, που έχουν μονωθεί και κατάλληλα διαταχθεί μεταξύ τους (πυκνωτής), είναι μεγαλύτερη από αυτή που παρουσιάζει ένας μόνο αγωγός με ίσες διαστάσεις. Η πρακτική μονάδα της ηλεκτρικής χωρητικότητας είναι το φαράντ (σύμβολο F), που ορίζεται ως η χ. ενός αγωγού του οποίου το δυναμικό αυξάνει κατά 1 βολτ όταν αυξάνει κατά 1 κουλόμπ το φορτίο του. H μονάδα αυτή είναι εξαιρετικά μεγάλη –η χ. μιας σφαίρας π.χ. που έχει τις διαστάσεις της Γης ισούται με το 1/4000 αυτής της μονάδας– και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως τα υποπολλαπλάσια αυτής, όπως το μικροφαράντ (μF), ίσο με ένα εκατομμυριοστό του φαράντ.
* * *
η, Ν
1. τεχνολ. η ικανότητα ενός σκεύους, μιας συσκευής, ενός οχήματος, ενός τεχνικού έργου ή τεχνικού και φυσικού συστήματος να αποδεχθεί ορισμένη ποσότητα τού φυσικού μεγέθους που προσδιορίζει τη χρησιμότητά του (α. «χωρητικότητα δοχείου» — ο όγκος ενός ρευστού ή κοκκώδους υλικού που μπορεί να περιέχεται σε ένα δοχείο
β. «χωρητικότητα μεταφορικού μέσου» — ο αριθμός τών επιβατών ή ο όγκος είτε το βάρος τών φορτίων που μπορεί να μεταφέρει ένα μεταφορικό μέσο
γ. «χωρητικότητα ενός διαύλου τηλεπικοινωνιών» — ο μέγιστος αριθμός στοιχειωδών πληροφοριών που μπορούν να μεταδοθούν ανά δευτερόλεπτο από έναν δίαυλο)
2. φυσ. μέγεθος αναφερόμενο σε έναν αγωγό ή σε ένα σύστημα αγωγών, που ορίζεται ως ο λόγος τού ηλεκτρικού φορτίου το οποίο μπορεί να αποθηκευθεί σε αυτόν ή στον καθέναν από αυτούς ανά μονάδα επιβαλλόμενου ηλεκτρικού δυναμικού
3. ναυτ. ο κυβισμός τών όγκων όλων τών κλειστών χώρων τού πλοίου, ο οποίος υπολογίζεται σε κόρους
4. φρ. α) «χωρητικότητα πυκνωτή»
(ηλεκτρολ.) ο λόγος τού ηλεκτρικού φορτίου ενός πυκνωτή προς τη διαφορά δυναμικού μεταξύ τών οπλισμών του
β) «ζωτική χωρητικότητα»
φυσιολ. ο μέγιστος όγκος εισπνεόμενου αέρα ύστερα από τη βαθύτερη δυνατή εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. χωρητικότης, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωρητικότητα — η η περιεκτικότητα των κοίλων πραγμάτων, το σύνολο του όγκου των πραγμάτων τα οποία μπορεί να χωρέσει κάτι: Η χωρητικότητα του δοχείου αυτού είναι μικρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχωρητικότητα — η (ηλεκτρ.) φρ. 1. «χωρητικότητα αγωγού» το πηλίκο τού ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού διά τού δυναμικού του 2. «χωρητικότητα πυκνωτή» το πηλίκο τού φορτίου τού πυκνωτή διά τής διαφοράς δυναμικού μεταξύ τών δύο οπλισμών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • πυκνωτής ηλεκτρικός — Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • καραβέλα — Τύπος ιστιοφόρου πλοίου. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους τον 15o και τον 16o αι., τόσο ως πολεμικό όσο και ως εμπορικό πλοίο. Η κ. είχε χωρητικότητα από 150 μέχρι 500 τόνους και έφερε εξάρτιση με διαφορετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”